Οι Αφανείς ήρωες μιας καθημερινότητας στο TDF14
Ξημερώνει Τετάρτη και ήλιος (επιτέλους!) και έχουμε ήδη μπει στο δεύτερο μισό μιας αμήχανης διοργάνωσης, ενός Φεστιβάλ δίχως νεύρο και δυναμική για κάτι καλύτερο. Κάποιες καλές ταινίες εδώ, ένα sold out εκεί και όποιος πέτυχε μια καλή στιγμή ή κάποιο παραλειπόμενο μας το λέει για να σπάσουμε την πλήξη. Σε ένα Φεστιβάλ με καμιά 10αριά ταινίες για τους Αγανακτισμένους, την τραπεζική Ολιγαρχία της Φρανκφούρτης - Γκολντμαν Σακς και τη Χαμένη Γενιά του 2008 κανονικά κάτω από τα θεμέλια του Ολύμπιον θα έπρεπε να βρούμε μια παραλία!
Κι όμως η παραλία βρίσκεται στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα, εκεί που την Δευτέρα το βράδυ είδαμε σε μια τιγκαρισμένη Λιάππα τον Παναγιώτη Κουντουρά 3ετής στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ με όνειρο να γίνει σκηνοθέτης και τη Διονυσία Αρβανίτου, τελειόφοιτη στο ίδιο τμήμα, να παρουσιάζουν τους Αφανείς Ήρωες, που σκηνοθέτησε ο Παναγιώτης. Αν και σχετικά άπειροι και μόνο εφόδιο μια θεωρητική κατάρτιση που τους παρέχει η σχολή τα δύο παιδιά είχαν αρκετό τσαγανό, θάρρος, θράσος και γενναιότητα για να φτιάξουν με μια ψηφιακή κάμερα μια μεγάλου μήκους ταινία για τους μηχανικούς προβολής των παραδοσιακών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης. Δεν θέλω να σας πω ότι η ταινία είναι αριστούργημα. Θέλω όμως να σας μεταφέρω την συγκίνηση μου για την τρυφερότητα, την στοργή και τον σεβασμό τους απέναντι σε μια ομάδα αφανών εργαζόμενων που κάθε μέρα (μα κάθε μέρα!) ζουν, αναπνέουν και εργάζονται σε μια κλειστή κινηματογραφική αίθουσα όταν όλοι εμείς διασκεδάζουμε με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Η δουλειά του Παναγιώτη και της Διονυσίας είναι σημαντική για δύο λόγους: ο πρώτος αφορά την καταγραφή της μνήμης και την τεκμηρίωση ενός κομματιού της ιστορίας της Θεσσαλονίκης των τελευταίων χρόνων. Άραγε πόσο να αντέξει αυτο το επάγγελμα ή η παραδοσιακή αίθουσα με την επέλαση της κρίσης και της τεχνολογίας? Ο δεύτερος λόγος αφορά αυτή την στοργή και την αγάπη τους για το σινεμά και τους ανθρώπους του. Σκεφτείτε ότι στο ζενερίκ το όνομα τους παρελαύνει στη σκηνοθεσία, στο σενάριο, στο μοντάζ, στη φωτογραφία, στον ήχο στους φωτισμούς! Ντουέτο ορχήστρα με λίγα λόγια!
Τον Άγγελο Αμπάζογλου τον ξέρουμε καλά στο TDF από προηγούμενες συμμετοχές του. Με αυτόν τον τρόπο είχα δει αρκετές από τις ταινίες του αφιερώματος που του κάνει το Φεστιβάλ. Στα Γλυκά Όνειρα του Μουσταφά περιγράφει την ιστορία ενός πιτσιρίκα σε μια πόλη της Νοτιοανατολικής Τουρκίας που εργάζεται σε ένα εργαστήρι παραγωγής μπακλαβάδων και ονειρεύεται να φτιάξει τη μοίρα του αναλόγως. Ο θείος του, ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας, τον νουθετεί και ενώ παρακαλουθούμε την καθημερινότητα τους γνωρίζουμε τα ήθη, τα έθιμα και τις αντιλήψεις των δύο ηρώων και φυσικά της μικροαστικής Τουρκίας. Αν και ο Αμπάζογλου χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς ή για να το πω καλύτερα αληθινούς ανθρώπους σε αληθινές καταστάσεις η ταινία αγγίζει τα όρια του docudrama. Γλυκόπικρη, ανάλαφρη και τρυφερή στέκεται με αγάπη στις ιστορίες των χαρακτήρων της. Συνδυάζει τον ρεαλισμό και την αυθεντικότητα μιας ταινίας τεκμηρίωσης αλλά νιώθω πως κλείνει το μάτι προς τη μυθοπλασία. Κι αυτό ειναι άλλο ένα παράδοξο για ένα Φεστιβάλ που κάποτε δήλωνε εμφατικά πως τέτοιες ταινίες δεν έχουν θέση στο πρόγραμμα του.
Κι όμως η παραλία βρίσκεται στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα, εκεί που την Δευτέρα το βράδυ είδαμε σε μια τιγκαρισμένη Λιάππα τον Παναγιώτη Κουντουρά 3ετής στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ με όνειρο να γίνει σκηνοθέτης και τη Διονυσία Αρβανίτου, τελειόφοιτη στο ίδιο τμήμα, να παρουσιάζουν τους Αφανείς Ήρωες, που σκηνοθέτησε ο Παναγιώτης. Αν και σχετικά άπειροι και μόνο εφόδιο μια θεωρητική κατάρτιση που τους παρέχει η σχολή τα δύο παιδιά είχαν αρκετό τσαγανό, θάρρος, θράσος και γενναιότητα για να φτιάξουν με μια ψηφιακή κάμερα μια μεγάλου μήκους ταινία για τους μηχανικούς προβολής των παραδοσιακών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης. Δεν θέλω να σας πω ότι η ταινία είναι αριστούργημα. Θέλω όμως να σας μεταφέρω την συγκίνηση μου για την τρυφερότητα, την στοργή και τον σεβασμό τους απέναντι σε μια ομάδα αφανών εργαζόμενων που κάθε μέρα (μα κάθε μέρα!) ζουν, αναπνέουν και εργάζονται σε μια κλειστή κινηματογραφική αίθουσα όταν όλοι εμείς διασκεδάζουμε με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Η δουλειά του Παναγιώτη και της Διονυσίας είναι σημαντική για δύο λόγους: ο πρώτος αφορά την καταγραφή της μνήμης και την τεκμηρίωση ενός κομματιού της ιστορίας της Θεσσαλονίκης των τελευταίων χρόνων. Άραγε πόσο να αντέξει αυτο το επάγγελμα ή η παραδοσιακή αίθουσα με την επέλαση της κρίσης και της τεχνολογίας? Ο δεύτερος λόγος αφορά αυτή την στοργή και την αγάπη τους για το σινεμά και τους ανθρώπους του. Σκεφτείτε ότι στο ζενερίκ το όνομα τους παρελαύνει στη σκηνοθεσία, στο σενάριο, στο μοντάζ, στη φωτογραφία, στον ήχο στους φωτισμούς! Ντουέτο ορχήστρα με λίγα λόγια!
Τον Άγγελο Αμπάζογλου τον ξέρουμε καλά στο TDF από προηγούμενες συμμετοχές του. Με αυτόν τον τρόπο είχα δει αρκετές από τις ταινίες του αφιερώματος που του κάνει το Φεστιβάλ. Στα Γλυκά Όνειρα του Μουσταφά περιγράφει την ιστορία ενός πιτσιρίκα σε μια πόλη της Νοτιοανατολικής Τουρκίας που εργάζεται σε ένα εργαστήρι παραγωγής μπακλαβάδων και ονειρεύεται να φτιάξει τη μοίρα του αναλόγως. Ο θείος του, ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας, τον νουθετεί και ενώ παρακαλουθούμε την καθημερινότητα τους γνωρίζουμε τα ήθη, τα έθιμα και τις αντιλήψεις των δύο ηρώων και φυσικά της μικροαστικής Τουρκίας. Αν και ο Αμπάζογλου χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς ή για να το πω καλύτερα αληθινούς ανθρώπους σε αληθινές καταστάσεις η ταινία αγγίζει τα όρια του docudrama. Γλυκόπικρη, ανάλαφρη και τρυφερή στέκεται με αγάπη στις ιστορίες των χαρακτήρων της. Συνδυάζει τον ρεαλισμό και την αυθεντικότητα μιας ταινίας τεκμηρίωσης αλλά νιώθω πως κλείνει το μάτι προς τη μυθοπλασία. Κι αυτό ειναι άλλο ένα παράδοξο για ένα Φεστιβάλ που κάποτε δήλωνε εμφατικά πως τέτοιες ταινίες δεν έχουν θέση στο πρόγραμμα του.
Σχόλια