ΗΜΕΡΑ 3η ΚΑΙ 4η - (μεχρι το πολυτεχνειο)
Λίγο πριν από τα μίσα του Φεστιβάλ μας βρήκε η 17η Νοεμβρίου. 35 χρόνια πριν κάτι συνέβη τέτοια μέρα... Σήμερα 35 χρόνια μετά η Τσιμισκή ήταν άδεια από αυτοκίνητα (φώτο) και ένας περίεργος αέρας φυσούσε στην πόλη λίγο πριν οι διαδηλωτές τιμήσουν την εξέγερση.
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Όμως εγώ πήρα κατά πόδας την πορεία για να βρεθώ και πάλι στο λιμάνι. Εκεί που τις δύο τελευταίες ημέρες βρέθηκε η Κριτική Επιτροπή, η οποία μάλλον προτιμά τους ουζομεζέδες και το καζαν ντιπί παρά τα πολλά λόγια. Είναι μια ανούσια αλλά αναγκαία συνεντεύξη τύπου αυτή που δίνει η επιτροπή κάθε χρόνο. Δεν έχει ποτέ κανείς όρεξη να μιλάει, όλοι ευχαριστιούνται την φιλοξενία και παραπέμπουν τα σημαντικά για την τελετή λήξης. Ο μόνος που τελικά ήταν ομιλητικός φέτος ήταν ο Δ. Σαββόπουλος, που έτσι κι αλλιώς του αρέσει να γίνεται περιγραφικός όταν ερωτάται. Στο φεστιβάλ βέβαια η ερώτηση "Τι δουλειά έχει ένας καλλιτέχνης που είχε αρνηθεί το βραβείο του πριν 32 χρόνια, να κρίνει τώρα τους άλλους?" φαίνεται πως κυνηγάει τον "Νιόνιο". "Δεν μου άρεσε ο κινηματογράφος του τότε. Ήταν φλου αρτιστίκ", έρχεται η πληρωμένη απάντηση για να συμπληρώσει, " Σημερα υπάρχουν κάποιοι καλοί κινηματογραφιστές, όπως π.χ. ο Γιάνναρης. Νέα παιδιά μας δείχνουν κάτι διαφορετικό να γίνεται και εγώ ήρθα να δω αυτό το διαφορετικό". Η περιγραφή βέβαια της άρνησης του βραβείου για το Χάπυ Νταίη το 1976 ήταν τόσο απολαυστική, που ακόμη και η Ντιάμπλο Κόντι (που σίγουρα θα της ηταν κινέζικα όλα αυτά τα φεστιβαλικά προϊστορικά με τον β εξώστη, την Μελίνα Μερκούρη και το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο) βρήκε διασκεδαστική την αφήγηση του Σαββόπουλου.
ΝΤΙΑΜΠΛΟ
"Πρέπει να το παραδεχτώ. Το Ντιάμπλο ήταν μια ηλίθια επιλογή για όνομα αλλά συνέβη." Μια ευχάριστη ιστορία ήταν το μαστερκλας ( ή αν προτιμάται η ανοιχτή κουβέντα) της Ντιάμπλο Κόντι. Φυσικά η ιστορία γυρίζε και ξαναγύριζε στην Τζούνο. "Η Τζούνο αυτό, η Τζούνο εκείνο, η Τζούνο το άλλο, ο σκηνοθέτης ήταν σούπερ κουλ, οι ηθοποιοί και γαμώ τα παιδιά και πάει λέγοντας". Κάποια στιγμή μέσες άκρες μας είπε πως γουστάρει την μοναξιά και τον απόλυτο έλεγχο της δουλειάς της και εννοείται πως την πιστέψαμε ότι κάνει κάτι μόνο αν το γουστάρει αφού φάινεται η ωραία τρέλα που κουβαλάει. Τρέλα που συχνά πυκνά την διώχνει από τη νέα της κατοικία, το Λος Άντζελες. "Δεν μπορώ να πως ότι με τρελαίνει, αγαπάω περισσότερο το Σικάγο". Φυσικά ρωτήθηκε και για τις αμερικάνικες εκλογές και μας είπε ότι γουστάρει πολύ που βγήκε ο Ομπάμα "μετά από 8 χρόνια πόνου". Τώρα ποιους συναδέλφους της γουστάρει προσπάθησε να μην το φωνάξει και πολύ αλλά παραδέχτηκε ότι γουστάρει πολύ τα σενάρια του Αλεξάντερ Πεϊν και την σκηνοθετική ματιά της Σοφία Κόπολα. Μεταξύ όλων αυτών η Ντιάμπλο πέταξε πολλές φορές την φράση "cool man" μπόλικα αστειάκια και χαμόγελα. Εϊπαε έχει μια ωραία τρέλα για αυτό και έζησε όσα έζησε μέχρι τα 30 της!
ΤΑΙΝΙΕΣ
Να μην ξεχασω να σημειώσω δυο κουβέντες και για μερικές ταινίες. Όπως το Without του Αλ. Αβρανά και τα υποψήφια οσκαρικά "Rachel getting married" και "W".
WITHOUT
Πρωτοεμφανιζόμενος ο Αλέξανδρος πραγματικά δίνει μια ενδιαφέρουσα οπτική με την ταινία του. Μόνο που με προβλημάτισε. Αν προσθέσεις τις ταινίες του Γ. Οικονομίδη, του Αλ. και της Κ. Βούλγαρη και τα μικρού μήκους όπως οι "Οδηγίες Χρήσεως" του Χρ. Γιαλλουρίδη διαπιστώνεις πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενιά λίγ πριν - λίγο μετά τα 30 που δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας. Μοναξιά, αποξένωση, δυστυχία, άφθονα στερητικά α-, μιλούν για το αστικό πλαίσιο μιας κοινωνίας που βρίσκεται λίγο πριν την μανιοκατάθλιψη και το νευρικό κλονισμό. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους ο Αλ. Αβρανάς δεν δημιουργεί ούτε τις απαραίτητες σεναριακές κορυφώσεις, που θα οδηγήσουν στις εκρήξεις. Όλα συμβαίνουν στο μυαλό των ηρώων του αλλά ο θεατής δεν τα συναισθάνεται, δεν τα λαμβάνει με κάνενα μήνυμα. Αυτό προσωπικά βρίσκω ως το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας. Όπως και οι διάλογοι που σε καποια σημεία κατέληξαν σε απελπιστικά απλοϊκή φόρμα. Κατά τα άλλα στήνει το κάδρο του εξαιρετικά επιδέξια, χρησιμοποιεί έξυπνα τους φωτισμούς και τα σκηνικά του και μιλάει πανέξυπνα με όρους ευρωπαϊκούς μα καθόλου ελληνικούς. Οι ήρωες του θα μπορούσαν κάλλιστα να ζουν στο Μόναχο, την Βιέννη, το Όσλο αλλά με τίποτα δεν υποψιάζεσαι ότι μένουν Αθήνα αφού δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο ελληνικότητας (πλην της γλώσσας).
RACHEL
Πως έφτασε ο Τζόναθαν Ντέμι να σκηνοθετεί αυτό το γλυκόπικρο οικογενιακό σεναριάκι της κόρης Λουμέτ είναι ενδιαφέρουσα ιστορία. Όπως και οι 2 βασικές πρωταγωνίστριες. Η Αν Χάθαγουει ως πρώην αλκοόλικη, που αφήνει για μερικές μέρες την απεξάρητηση για να γιορτάσει τον γάμο της αδερφήσς της Ρέιτσελ, και η μαμά Ντέμπρα Γουινγκερ. Αν και σε κάποια σημεία η ταινία θα έπρεπε να ακολουθήσει πιο λιτές γραμμές (στην σκηνή της πρόβας με τους λόγους ειδικά) κυλάει σχετικά ευκολα παρουσιάζοντας τα βάσανα μιας ακόμα δυσλειτουργικής οικογένειας. Βέβαια δεν φτάνει ανάλογες προσπάθειες του παρελθόντος όπως τα Little Miss sunshine και Squid and the whale. Η φολκ μουσική επίσης αρκετά συμπαθητική και περιμένω το σάουντρακ της ταινίας.
W
Είναι αποριάς άξιον γιατί ο Στοούν βαδίζει σε τέτοιες επιλογές ταινιών. Μετά τον Αλέξανδρο και τους Διδυμους Πϋργους άλλη μια περίεργη επιλογή κιόλας μπροστά μας. Και είναι περίεργη γιατί πιθανόν και να μην χρειαζόμασταν την ταινία τουλάχιστον σε αυτή την χρονική φάση που ο Τζόρτζ Μπους εξαφανίζεται από το προσκήνιο για να παραδώσει την σκυτάλη στον Μπαράκ Ομπάμα. Ακόμη και οι σεναριακές επιλογές στο συγκεκριμένο εγχείρημα ξαφνιάζουν. Μόλις 20 λεπτά για την θλιβερή 11η Σεπτεμβρίου και συνεχή flash back για την βιογράφηση του Μπους Τζούνιορ μέχρι την Προεδρία. Και το Ιρακ πάντα σε πρώτο πλάνο. Λέξη για την αμφιλεγόμενη εκλογή του 2000 ή για το κίνημα που αναπτύχθηκε μετά το 2004 κατά της πολιτικής του. Κάπου ειρωνικός, κάπου με κατανόηση για τις αδυναμίες του ήρωα του ο Στοουν μοιάζει περισσότερο να καταλαβαίνει τον Μπους και γιατί έκανε όσα έκανε αλλά δεν του δίνει συγχωροχάρτι. Απλά τον καταλαβαίνει. Είναι ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη η ιστορική ανάγνωση ότι ο Μπους είναι άνθρωπινος, παρορμητικός και ίσως λίγο ευάλωτος στην ψυχολογία. Όμως όσα έκανε ως Πρόεδρος σίγουρα ξεπερνούσαν την επιθυμία του απλώς να ξεπεράσει τον πατέρα του. Ο Τζος Μπρόλιν είναι ένας πολύ καλός Μπους. Η απορία μου είναι αν ο αληθινός πρωταγωνιστής του τόλμησε να δει την ταινία μαζι με την γυναίκα του. Και τι είδους σχόλια μπορεί να έκανε.
Σχόλια