ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ
Με ρωτάνε οι φίλοι και οι γνωστοί πως πέρασα την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο, όπου πήγα για να καλύψω την 60η Μπερλινάλε. Είχα αρχίσει να γράφω ένα post καθαρά τουριστικό με τις εντυπώσεις μου από την πόλη και το φεστιβάλ αλλά η αλήθεια έιναι πως δεν μου έβγαινε με τίποτα από μέσα μου. Ίσως επειδή είμαι ακόμη σε ένα μελαγχολικό mood λόγω της επαναφοράς μου στην ελληνική καθημερινότητα και πραγματικότητα. Το μόνο θετικό που βρίσκω είναι η ζέστη που έχουμε σε σύγκριση με τον παγετό που συνάντησα εκεί πάνω.
Το Φεστιβάλ του Βερολίνου πάντως είναι ένα από τα πλέον οργανωμένα του χώρου. Οι Γερμανοί είναι αρκετά τυπικοί ενώ τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του. Είναι πολύ εύκολο να βρεις εισιτήρια για μια προβολή καθώς υπάρχουν περίπτερα στους χώρους του Φεστιβάλ, στις αίθουσες λίγο πριν την έναρξη των προβολών, στο ιντερνετ για τους πιο συνεπείς με το πρόγραμμα τους. Οι αίθουσες που επισκέφτηκα είναι πολύ όμορφες. Το Μπερλινάλε Παλάστ και το Φριντριχσταντ Παλάστ είναι θέατρα που παρουσιάζουν ακριβά βαριετέ και θεάματα και γίνονται εύκολα μεγάλοι κινηματογράφοι. Οι Γερμανοί βέβαια βιώνουν έντονα τα αποτελέσματα της κρίσης και έτσι τα πολυτελή θεάματα είναι πια για λίγους. Για αυτό όπως έμαθα εκ των υστέρων δεν έριξαν και πολύ αλάτι στους παγωμένους δρόμους της πόλης, η οποία ωστόσο είναι γεμάτη με αφίσες των ταινιών που προβάλλονται στην Μπερλινάλε! Στην Πύλη του Βραδεμβούργου μάλιστα έγιναν αρκετά events σχετικάμε τα 60χρονα του Φεστιβάλ. Μια τεράστια κουρτίνα με πρόσωπα και αφίσες της ιστορίας του θεσμού κάλυπτε την Πύλη για μερικές μέρες ενώ μια ειδική προβολή της ιστορικής Μητρόπολης του Φριτς Λάνγκ, έστω και στους -10, ήταν ένα από τα σπουδαία σινεφιλ γεγονότα της φετινής διογάνωσης.
Υπάρχει αρκετή γκρίνια για το τι ακριβώς εξυπηρετεί η Μπερλινάλε με την τρέχουσα φιλοσοφία της. Οι Γερμανοί αρθογράφοι, όπως πληροφορήθηκα αναρωτιούνται τι ακριβώς προσφέρει το κόκκινο χαλί στο Φεστιβάλ όταν ο κεντρικός άξονας του είναι η ανάδειξηνέων δημιουργών και άγνωστων ταινιών στο ευρύ κοινό. Αυτή η ανησυχία έχει να κάνει κυρίως με την έλλειψη μεγάλων σταρ από την Αμερική,που λόγω κρίσης τα μεγάλα στούντιο περίορισαν τις επισκέψεις τους και την σπατάλη τους στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Φέτος πάντως σταρ υπήρχαν και έτσι ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, η Τζούλιαν Μουρ, η Κάθριν Κίνερ, ο Πίρς Μπρόσναν μετρίασαν κάπως την ανησυχία των Γερμανών δημοσιογράφων ενώ από την άλλη η μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά της Μπερλινάλε κινήθηκε πιο θετικά σε σύγκριση με την στατικότητα και την ύφεση των περασμένων ετών.
Δεν μπορώ βέβαια να πω το ίδιο και για τις ελληνικές ταινίες, που φέτος χάθηκαν στην Ομίχλη και έτσι δεν ήρθαν στο Βερολίνο.
Από τις ταινίες που είδα μεγαλύτερη εντύπωση μου έκαναν το Μέλι του Καπλάνογλου, που πήρε κιόλας και το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ και το γερμανικό Jew Suss (Ο Γλυκός Ιουδαίος), που αναφέρεται στην μαύρη περίοδο που ο γερμανικός κινηματογράφος ήταν εργαλείο προπαγάνδας των Ναζί και τον Γκέμπελς να κόβει και να ράβει σενάρια και καριέρες. Το Jew Suss ήταν η πιο εμβληματική και πιο εμπορική ταινία αυτής της περιόδου. Πάνω από 20 εκ θεατές είδαν την ταινία το 1942 και επηρεάστηκαν από τον απώτερο σκόπο της, που ήταν να αναδείξει την "επικυνδυνότητα" των Εβραίων για την Αρεία Φυλή. Οι ίδιοι οι Γερμανοί μάλλον πάγωσαν στην πρεμιέρα αυτής της ιστορίας και ενοχλήθηκαν από τον ακραίο τρόπο που ο σκηνοθέτης αναβιώνει την εποχή της ταινίας (έπεσαν και κάποια σχετικά γιούχα μάλιστα).
Από την άλλη το Μέλι είναι μια ταινία που μιλά με τις σιωπέςκαι τα βλέματα του βασικού πρωταγωνιστή της, ενός 7χρονου πιτσιρικά που χάνει τον πατέρα του στο δάσος και προσπαθεί να τον βρει νοερά με την βοήθεια της μνήμης. Εικαστικό αριστουργημα η φωτογραφία της ταινίας περιδιαβαίνει τα βούνα και τα δάση της ευρύτερης περιοχής του Πόντου ενώ απεικονίζει όμορφα την ζωή των ανθρώπων της τουρκικής υπαίθρου.
Κατα τ' αλλα εντύπωση μου προκάλεσε η καθαρά mainstream ματιά της Λίζας Τσολοντένκο στο "The kids are all right" στο θέμα μιας οικογένειας που έχει μόνο μαμάδες, δηλ. δύο ομοφυλόφυλες γυναίκες που αποφασίζουν να κάνουν και δύο παιδιά με την βοήθεια μιας τράπεζας σπέρματος. Οι ερμηνείες των ηθοποιών Ανέτ Μπένινγκ, Τζουλιαν Μουρ και Μαρκ Ράφαλο είναι εκπληκτικές αλλά προσωπικά με ξένισε το πόσο νορμάλ αντιμετωπίζουν όλοι μέσα στην ταινία το γεγονός της gay family. Γλυκόπικρη κομεντί φυσικά η ταινία που παίζει με την έννοια των δύο φύλων,την σεξουαλικότητα, την αίσθηση της ερωτικής επαφής και το πως μια μεταμοντέρνα οικογένεια,όπως αυτή των Μπένινγκ και Μουρ, στέκεται στις μέρες μας.
ΥΓ: Στα αρνητικά είναι και η συνεχής προβολή της κρίσης της ελληνικής οικονομίας. Δεκάδες ρεπορταζ και δημοσιεύματα καθημερινά ασχολούνται και σαρκάζουν ή χλευάζουν σε ακραίο βαθμό την Ελλάδα και το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Το έζησα έντονα αυτο και με εντυπώσιασε πραγματικά γιατί είναι από τη μια στενόχωρο αλλά και διασκεδαστικό από την άλλη.
Για το χάλι που φτάσαμε φταίμε φυσικά κυρίως εμείς και οι επιλογές μας αλλά από την άλλη οι φίλοι μας οι Γερμανοί δεν πρέπει να ξεχνούν ότι το ευρώ είναι κοινό νόμισμα (άρα ότι πάθουμε είναι και κακό δικό τους) και ότι το μέτρο και η εγκράτεια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν και ότι χρόνια τώρα είμαστε οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων τους (από σοκολάτες και προφυλακτικά μέχρι οπλικά συστήματα και σκάνδαλα τύπου Ζιμενς). Όλα τα άλλα περί απατεώνων και ανυπαρξίας πολιτισμού είναι παπάρες για εύκολη λαϊκιστική εσωτερική κατανάλωση, που όπως φαίνεται δεν λείπουν ούτε εδώ, ούτε και εκεί.
Σχόλια