Η Mary Poppins επιστρέφει
Η Μαίρη Πόπινς ξαναπιάνει τη μαγική ομπρέλα της μισό αιώνα μετά την πρώτη αγαπημένη και απολαυστική ταινία και προσγειώνεται στο ομιχλώδες Λονδίνο της οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου για να βοηθήσει την οικογένεια Μπανκς.
Είναι αλήθεια πως η εταιρία Ντίσνεϊ
προσπάθησε αρκετά για να γυρίσει ένα sequel. Όμως αυτή η προσπάθεια έπεφτε στον βράχο ονόματι
Π.Λ. Τράβερς, την συγγραφέα της Μαίρη Πόπινς. Για όποιον έχει δει την Μαγική Ομπρέλα, την απολαυστική ταινία
με τον Τομ Χανκς και την Έμα Τόμσον που αφηγείται το πως έφτασε τελικά η εταιρία Ντίσνεϊ στην μαγική επιτυχία του 1964 (για
την οποία επίσης η Τράβερς είχε σοβαρές αντιρρήσεις μέχρι που κάμφθηκε από την πίστη και την θέληση του ίδιου του Γουόλτ Ντίσνεϊ, που είχε καταλάβει ότι εδώ υπάρχει ένας μικρός θησαυρός) αντιλαμβάνεται ποιες ήταν οι
δεσμεύσεις για το sequel. Σχεδόν
μισό αιώνα μετά αυτές οι δεσμεύσεις - εμπόδια δεν υπάρχουν πια οπότε ο
δρόμος για την επιστροφή της Μαίρη Πόπινς στις αίθουσες ήταν ορθάνοιχτος. Η εταιρία
εμπιστεύτηκε μια δυνατή ομάδα συντελεστών με τον Ρομπ Μάρσαλ επικεφαλής, τον
Μαρκ Σαϊμαν στη μουσική και στα τραγούδια , τον Ντεϊβιντ Μαγκί στο σενάριο και
ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών με την Έμιλι Μπλαντ ως Πόπινς και τον Λιν Εμανουέλ
Μιράντα στο ρόλο που κρατούσε ο Ντικ Βαν Νταϊκ στην πρώτη κλασική ταινία (εδώ
όμως ως φανοκόρος).
Η αλήθεια είναι
ότι η σύγκριση ανάμεσα στις δύο ταινίες της Μαίρη Πόπινς συμβαίνει αυτόματα στο
μυαλό του θεατή που έχει αγκαλιάσει (για να μην πω έχει μεγαλώσει και έχει
αγαπήσει) την πρώτη ταινία, του Στήβενσον. 20 χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψη
της ιπτάμενης γκουβερνάντας στο σπίτι των Μπανκς η ατμόσφαιρα στην οδό Τσέρι
είναι πιο βαριά σε σχέση με την αισιοδοξία της εδουαρδιανής εποχής της πρώτης
ταινίας (στοιχείο που επηρεάζει φυσικά και τον ρυθμό της νέας ιστορίας). Αν τότε οι άνθρωποι είχαν την ψευδαίσθηση μιας ευφορίας ότι παρά τον
τεράστιο ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών τα πράματα μπορούν να πάνε
μόνο προς το καλύτερο (η ψευδαίσθηση αυτή ανακόπηκε απότομα από τον Α΄Παγκόσμιο
Πόλεμο) είκοσι χρόνια μετά η Αγγλία βρίσκεται στη δίνη του μεσοπολέμου και μιας
σοβαρής οικονομικής ύφεσης που κάνει τους ανθρώπους πιο κυνικούς και πιο
ευάλωτους.
Τα δύο παιδιά των
Μπανκς έχουν μεγαλώσει και θα μπορούσε να πει κανείς ότι σεναριακά αποτελούν -
τρόπον τινά - ένα «ζευγάρι» που αντικαθιστά τους γονείς τους. Ο Μαϊκλ έχει τρια παιδιά, είναι
χήρος (η γυναίκα του πέθανε πρόσφατα) και δουλεύει ως ταμίας στην τράπεζα που
εργαζόταν και ο πατέρας του έχοντας ωστόσο και μια σοβαρή οφειλή εξαιτίας ενός
δανείου που πήρε για να καλύψει τις σοβαρές οικονομικές ανάγκες της οικογένειας
του. Η Τζεϊν μπορεί να μένει κάπου αλλού αλλά είναι διαρκώς στο σπίτι της Τσέρι
στριτ και ασχολείται με τον εργασιακό συνδικαλισμό (ακτιβίστρια λοιπόν όπως και
η μητέρα της που είχε οργανωθεί στο φεμινιστικό κίνημα της εποχής της). Μια ανάσα
πριν τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα προκαλέσουν ασφυξία στην οικογένεια Μπανκς,
καταφτάνει – ως από μηχανής θεός και με τον ίδιο μαγικό τρόπο όπως και τότε – η
Μαίρη Πόπινς για να βοηθήσει τους Μπανκς και να βάλει και πάλι τα πράματα σε
μια σειρά.
Από την μουσική εισαγωγή
του Λιν Μανουέλ Μιράντα μέχρι την τελική σεκανς στο πάρκο με τα μπαλόνια (μια
από τις πιο όμορφες και πιο συγκινητικές στιγμές της ταινίας) γίνεται σαφές πως
τόσο ο Μάρσαλ σκηνοθετικά, όσο και ο Μαγκί σεναριακά μελετήσαν όσο δεν πάει την
πρώτη ταινία και προσπάθησαν να γεφυρώσουν τη μαγεία που είχε η ταινία του
Στήβενσον σε αυτήν εδώ τη συνέχεια της δικής τους ιστορίας. Τεχνικά το
καταφέρνουν: η ταινία από αυτή την άποψη είναι αριστούργημα και η νοσταλγική
διάθεση πάνω στην οποία επενδύει κάνει τα μαγικά της. Τα εφέ λειτουργούν
υπέροχα, οι χορογραφίες είναι ωραίες, η μουσική και τα τραγούδια είναι ευχάριστα
(Ο Μαρκ Σαϊμαν έκανε καλή δουλειά και θα φτάσει με άνεση στα Όσκαρ μουσικής και
τραγουδιού). Κι όμως η προσπάθεια τους να φτιάξουν την ιδανική συνέχεια βραχυκυκλώνει στο να μας θυμίζουν
διαρκώς την ταινία του 1964 καθώς το sequel της Μαίρη Πόπινς μιλάει ανοιχτά μαζί της με βασική διαφορά την έλλειψη αντίστοιχου ανάλαφρου ρυθμού. Φυσικά
όλα οδηγούν και εδώ στην ειδική σχέση που έχει ο πατέρας με τα παιδιά του, μια
σχέση που θα περάσει από διαρκείς φάσεις απόστασης και προβληματισμού για να καταλήξουν στο ζητούμενο happy
end της παιδικής αθώοτητας και της
ανεμελιάς, εκεί που τελειώνει και η δουλειά της Μαίρη Πόπινς.
Βγαίνοντας από την αίθουσα πάντως η απορία για το αν
η επιστροφή της Μαίρη Πόπινς είναι δυνατόν να ξεσηκώσει τους σημερινούς μικρούς θεατές, αν
δηλ. αφορά αυτά τα παιδιά που βομβαρδίζονται από εικόνες βίντεογκειμ και κομιξάδικες
ιστορίες, οι οποίες αποτελούν το βασικό υλικό της κινηματογραφικής οπτικής
τους. Για μένα πάντως ακόμη και με τις όποιες αδυναμίες της σε επίπεδο μαγείας
ή ρυθμού η επιστροφή της Μαίρη Πόπινς είναι η απάντηση στο γκρίζο και στο κυνικό που ζούμε στις μέρες μας. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια ευχάριστη εμπειρία
που για δύο ώρες ξέρει να σε ταξιδεύει κάπου άλλου.
Σχόλια