ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΠΑΛΕ (ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΑΣΚΕΤΙΚΗΣ ΤΡΕΛΑΣ)
Μεγάλωσα μπροστά σε δυο οθόνες. Στην μια, στο σινεμά της γειτονιάς μου έβλεπα τα όνειρα να γίνονται αλήθειες. Ο καλός πάντα στο τέλος ταινίας φεύγει αγκαζέ με την καλή του, η δικαιοσύνη επιβάλεται στους κακούς, στους ηλίθιους, στους κομπλεξικούς, τίτλοι τέλους και χαπι εντ. Στην άλλη οθόνη, την μικρή θαύμαζα κάθε Πέμπτη και Σάββατο τον Γκάλη και τον Γιαννάκη να κάνουν πράματα και θαύματα. Το Αλεξάνδρειο εκείνες τις μέρες γινόταν κανονικός ναός. Ντυμένος στα κίτρινα, γεμάτος με κόσμο και κοσμάκη. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Στα σπίτια μας οι τηλεοράσεις ήταν πάντα συντονισμένες στην ΕΤ 1. Την άλλη μέρα υπήρχε πάντα διαγώνισμα. Κάθε φάση με λεπτομέρεια, περιγραφή αναλυτική, συνθήματα καινούργια που μαθαμε ή ακούσαμε.
Κάποια στιγμή το αντίπαλο δέος της πόλης έγινε ισχυρό. Τα ντέρμπι μεταξύ Άρη και Πάοκ είχαν μια απερίγραπτη μαγεία. Σκαλωμένοι μπροστά στην τι-βουλα με μάτια ορθάνοιχτα κρεμόμασταν από τα ακροβατικά της κίτρινης ή της ασπρόμαυρης φανέλας. Γκάλης εναντίον Πρέλεβιτς, Γιαννάκης εναντίον Κόρφα, Φασούλας εναντίον Βράνκοβιτς ή Γουίλτζερ και πάει λέγοντας. Ο Πάοκ έφερε σπουδαίους παίχτες στο Παλέ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Μπέρι (που εξελίχθηκε σε θαυμάσιο γυρολόγο της Α1), τον Ρετζιά (που το 95 με την Εθνική Εφήβων πήρε το Μουντομπάσκετ στην Αθήνα), τον Στογιακοβιτς (απο τα σπουδαιότερα ονόματα της μπασκετικής ελληνικής ιστορίας). Ο Πρέλεβιτς έκανε μαγικά με την μπάλα από τα οκτώ μέτρα. Ακόμη θυμάμαι εκείνο το απίστευτο τρίποντο σχεδόν απ' την σέντρα ενάντια στη Ρεάλ στον χαμένο τελικό της Νάντ. Όταν ο Φασούλας έχασε την μπάλα μέσα από τα χέρια του και η κόρνα σφύριξε τέλος είχε βάλει τα κλάματα. Και έπειτα στο φαιναλ φορ της Αθήνας πως η πληρέστερη ελληνική ομάδα το '93 με έναν σπουδαίο NBA παίχτη των Σικάγο Μπουλς (συμπαίχτης του Μαικλ Τζορνταν) στο ενεργητικό της, τον Λέβιγκστον, έχασε την ευκαιρία να πάρει πρώτη το Πανευρωπαϊκό. Και φυσικά πολλές ακόμα φάσεις και σκηνές που έκαναν τη Θεσσαλονίκη περήφανη μπασκετομάνα. Ο Πάοκ πήρε τη σκυτάλη από τον Άρη. Στα μάτια μας υπήρχε άγριος ενθουσιασμός. Η καζούρα πήγαινε βροχή την επόμενη αν έχανες από τον μισητό αντίπαλο. Αλλά δεν με ένοιαζε η καζούρα των παοκτσήδων ποτέ. Λάτρευα το θέαμα που μου προσέφερε η ομάδα τους.
Αργότερα, όταν το μπάσκετ έχασε την αξία του στην πόλη, ξαναγυρίσαμε στο ποδόσφαιρο. Τα μπασκετικά ντέρμπι Άρη - Πάοκ πάντα συγκινούσαν μα δεν ήταν το ίδιο. Είχε χαθεί κάτι. Ο Άρης ήταν μόνος με έδρα το Παλέ, ο Πάοκ είχε μετακομίσει στην Πυλαία (η ομάδα του δημοσίου λέγανε κάποιοι που ζηλεύανε για το νέο σπίτι του συμπολίτη).
Σήμερα στο σπίτι του Πάοκ παίζεται η τελευταία πράξη μιας μπασκετικής ιλαροτραγωδίας. Η ομάδα που κάποτε καθήλωνε με την αποδοση της και διάλεγε αντιπάλους στα πλει οφ του πρωταθλήματος κάνοντας πλάκα σε κάθε γωνιά του γηπέδου πάιζει την επιβίωση της στην μεγάλη κατηγορία. Η μητέρα όλων των μαχών δίνεται απέναντι στον παντοτινό αντίπαλο, τον Άρη, που έχει βολευτεί εδώ και χρόνια στην τετράδα των φιναλιστ του πρωταθλήματος και μάκαρι κάποια στιγμή να κάνει την υπέρβαση και να τον ξαναζήσουμε σε τελικό. Για τον Άρη το σημερινό ματς είναι αδιάφορο. Για τον Πάοκ κρίνεται η αξιοπρέπεια και η ιστορία του.
Η καζούρα έχει ξεκινήσει ήδη από τους κίτρινους φιλαθλους. "Αντίο, αντίο εκεί στην Α2" φωνάζουνε. Η αλήθεια είναι πως φέτος το να είσαι παοκτσης στη Θεσσαλονίκη ήταν εξωφρενικά δύσκολο και ψυχοφθόρο. Μόνο πίκρες μετρούσανε όπου και να τους έβλεπες. Τι ποδόσφαιρο, τι καλαθοσφαίριση, τι βόλει...Στο τέλος πάντα κατηφείς και μετρημένοι.
Σήμερα λοιπόν ο Πάοκ παίζει την μοίρα του. Αν υπήρχε κάποιος Χαβιέ Μπαρντέμ (από το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους των Κοέν) θα τους έλεγε "Διάλεξε¨Κορώνα ή γράμματα?" Οι άνθρωποι πάντα γράφουνε μόνοι τους το κισμέτ. Το ίδιο και οι ομάδες. Και εμείς σήμερα θα δούμε τι διάλεξαν οι κάποτε ασπρόμαυροι αετοί.
Εγω απλώς κοιτάω με θλίψη πίσω μου τις ωραίες συγκινήσεις που μου πρόσεφεραν στις ένδοξες στιγμές τους...
Σχόλια