Μια συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Γιώργο Τσεμπερόπουλο

Το να μιλάς με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο για σινεμά είναι στα σίγουρα μια ιστορία που μπορεί να σε πάει πολύ μακριά. Είχα σκοπό να ξεκινήσω την κουβέντα μας με την πραγματική αφορμή που προκάλεσε και αυτή την συνέντευξη: Το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης που τίμησε και πρόβαλε στο κοινό της πόλης τον Φεβρουάριο του 2019 το σύνολο της φιλμογραφίας του. «Είναι η πρώτη φορά που το Φεστιβάλ μέσω της Ταινιοθήκης οργανώνει μια ρετροσπεκτίβα για την φιλμογραφία σας», σχολιάζω και συμπληρώνω πως θα ήταν ευχής έργον κάποια στιγμή αυτό να γίνει κάποια στιγμή και στο Φεστιβάλ, το Νοέμβριο αποκαλύπτοντας το σύνολο του έργου του.

Παραδόξως η φιλμογραφία του, ως σκηνοθέτης, περιλαμβάνει μόλις τέσσερις ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Ταινίες που εκφράζουν στο σύνολο τους στοιχεία της ανθρώπινης ψυχής: Έρωτας, πάθος, επιθυμία, φόβος. Και μαζί, ενηλικίωση, διλήμματα, ανατροπές. Ωστόσο όλα ξεκίνησαν πολύ παλιότερα, στο μεταίχμιο μεταξύ χούντας και μεταπολίτευσης, το 1974, με ένα ντοκιμαντέρ, τα Μέγαρα, ταινία βαθιά πολιτική αλλά και η πρώτη οικολογική στον ελληνικό κινηματογράφο. Και ύστερα αν ψάξει κανείς λίγο καλύτερα θα βρει έναν πλούτο κινηματογραφικό: πάνω από 600 διαφημιστικές ταινίες στις οποίες εργάστηκε ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και κυρίως ως παραγωγός. Είναι η εποχή της Φιλμικής Εταιρίας, μιας ιστορίας που στήνει ο ίδιος από κοινού με τον Γιώργο Πανουσόπουλο μέσα στη δεκαετία του ‘80. Ο ίδιος θυμάται τα χρόνια της Φιλμικής ως ένα σχολείο αλλά κυρίως ως μια αληθινή κινηματογραφική ζωή με καθημερινά γυρίσματα. Η κουβέντα μας έχει μόλις ξεκινήσει… 

Η Φιλμική ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της κινηματογραφικής ζωής σας. Έχοντας αποστασιοποιηθεί πλέον από αυτή την ιστορία πως την σκέφτεστε; 

Ναι, παράλληλο. Για μένα η Φιλμική είναι πολλά πράματα. Είναι η διαφήμιση. Είναι να έχεις γύρω σου 15 ανθρώπους με τους οποίους πρέπει να συνεννοηθείς για να βγει μια δουλειά. Είναι οι νέοι κινηματογραφιστές που έρχονται εκεί για να μάθουν πως γίνεται η δουλειά. Είναι αυτή η νέα γενιά σκηνοθετών που πέρασε από τα χέρια μου και έμαθε εκεί το σινεμά.

Τι μένει όμως από αυτή την πλούσια ιστορία; 

Πολλά πράματα, όχι μόνο ένα. Το να έχεις κάθε μέρα ένα γύρισμα με προϋπολογισμούς που δεν υπάρχουν σε ταινίες μεγάλου μήκους στην Ελλάδα και να είσαι 24 χρόνια κάθε μέρα διαρκώς σε ένα γύρισμα είναι ότι πιο κοντινό σε αυτό που λέμε κινηματογραφική δημιουργία και ζωή. Το θεωρώ πιο κοντά σε αυτό από οτιδήποτε άλλο. 

Σε ότι αφορά τους νεότερους δημιουργούς από εκεί βγήκαν – και όταν λέω βγήκαν εννοώ πως εκεί έκαναν τα πρώτα τους κινηματογραφικά βήματα – σκηνοθέτες όπως ο Ντένης Ηλιάδης, ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Βαγγέλης Λυμπεροπουλος, ο Χάρης Πατραμάνης, κ.α. Οι σημερινοί διευθυντές φωτογραφίας επίσης εκεί έμαθαν τη δουλειά. Άνθρωποι όπως ο Καραμάνης, ο Αλεξίου, κ.α. Ακόμη και ο μοντέρ Γιωργός Μαυροψαρίδης «σπούδασε» τη δουλειά μέσα από την Φιλμική και την Stefi για να μπορέσουν αργότερα οι θεατές του Φεστιβάλ και των κινηματογράφων να απολαύσουν τις ταινίες στις οποίες δούλεψε. Αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα καλά της διαφήμισης. Θα ήθελα να λέω ότι το δίνει ακόμα αλλά δυστυχώς λόγω της κρίσης η αγορά έχει συρρικνωθεί πάρα πολύ. Αλλά εκεί μαθαίνει κάποιος σινεμά ή έστω ένα μεγάλο μέρος του που έχει να κάνει με την τεχνική επάρκεια ή με το να μπορείς να αφηγηθείς μια ιστορία μέσα σε μια τόσο μικρή χρονική διάρκεια του ενός λεπτού. 

Βέβαια θα μου πεις ο Αγγελόπουλος ή ο Ταρκόφσκι χρειάστηκε να περάσουν από μια τέτοια δοκιμασία για να κάνουν τις ταινίες τους; Σαφώς και όχι. Αλλά και πάλι αισθάνομαι ότι ήταν ένα μεγάλο σχολείο, όπως και να το δεις. Ο κινηματογράφος δεν είναι ένα αλλά πολλά πράματα μαζί, έτσι κι αλλιώς. Θέλει πειραματισμό, να δοκιμάζεις πράματα. Κι αυτό το προσφέρει η διαφήμιση.

Εσείς πως πήρατε τις αποστάσεις σας και σταματήσατε με τη διαφήμιση; 

Δεν πήρα κάποια απόσταση. Αυτό συνέβη συμπτωματικά λίγο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση (το 2008) αλλά εμείς επαγγελματικά βλέπαμε από τότε τα πρώτα σημάδια της να έρχονται. Αλλά ούτε αυτό ήταν αφορμή για να σταματήσω. Έκλεισα κάποια στιγμή 25 χρόνια και ένιωσα ότι μεγάλωσα αρκετά και πως ότι είχα να πω σε αυτό το χώρο το είπα. Και δεν αναφέρομαι τόσο στο κομμάτι της σκηνοθεσίας. Προσωπικά έχω σκηνοθετήσει ελάχιστες διαφημίσεις. Ασχολήθηκα κυρίως με την παραγωγή αλλά και πάλι δεν διαχωρίζονται αυτά τα πράματα. 

Από τη μια είχατε την εμπειρία της διαφήμισης αλλά από την άλλη έχετε το αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό πως κάνατε μια ταινία σχεδόν ανά δεκαετία. Για ποιους λόγους συνέβη αυτό και τι ήταν αυτό που σας έκανε κάθε φορά να αποφασίσετε να ασχοληθείτε με μια ιστορία; 

Έχουν υπάρξει πολλά σενάρια που έφαγα χρόνο και χρήμα και δεν κατέληξαν κάπου γιατί δεν κράτησα τον αρχικό ενθουσιασμό μου. Αυτό που λέω δεν αποτελεί κάποιον κανόνα που ισχύει για όλους. Το λέω γιατί ερχόντουσαν κάθε φορά όλοι αυτοί οι νέοι σκηνοθέτες που συνεργαζόμασταν στη διαφήμιση και με ρωτούσαν και οι ίδιοι «Καλά, πως περνάνε τα χρόνια και δεν κάνεις μια ταινία; Δεν σου λείπει ο ήχος του μοτέρ;» Η απάντηση πάντα ήταν πως «Ναι, μου λείπει αλλά τι να κάνω; Να τραβάω βλακείες;». Αν δεν αισθανθώ ότι το σενάριο που κρατάω στα χέρια μου είναι βόμβα ή ότι δεν έχω τον κατάλληλο συνεργάτη ή ότι εγώ προσωπικά δεν έχω τη δύναμη να το κάνω όπως θέλω, δεν υπάρχει περίπτωση να μπω σε αυτή την περιπέτεια να μπω μέσα, να χρωστάω, να τρέξω. Έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα δεν έχουμε ούτε αυτή την στοιχειώδη υποδομή που υπάρχει σε χώρες όπως η Ιταλία ή Γαλλία, που μπορείς να έχεις τον παραγωγό, να σου προτείνει σενάρια, να σε στηρίξει. Δυστυχώς σε αυτό το κομμάτι ο δικός μας ο χώρος πάσχει. Και δεν υπάρχει καμιά βοήθεια ούτε από την τηλεόραση, η οποία στο σύνολο της (με κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις, της ΕΡΤ και της καλωδιακής) εχθρεύεται τον ελληνικό κινηματογράφο ενώ στο εξωτερικό έχουμε περιπτώσεις στις οποίες μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί στηρίζουν το εθνικό σινεμά τους γιατί ξέρουν πως αν πάει καλά ο κινηματογράφος θα πάνε καλά και αυτοί. Αυτή τη πολλαπλή δουλειά – του παραγωγού και του σεναριογράφου πολλές φορές ταυτόχρονα – καλούνται επίσης να την αναλάβουν στην δικιά μας κινηματογραφική πραγματικότητα οι Έλληνες σκηνοθέτες.

Ο Εχθρός μου, που είναι και η πιο πρόσφατη ταινία σας, λειτουργεί απόλυτα στο σήμερα μιας και αυτό εκφράζει. Ωστόσο αν γυρίσουμε πίσω και οι υπόλοιπες ταινίες σας, ακόμα και ο Ξαφνικός Έρωτας, που έχει μια απόσταση 35 χρόνων από τότε που προβλήθηκε για πρώτη φορά, έχει την ίδια φρεσκάδα και λειτουργεί εξίσου στο πλαίσιο της εποχής μας.

Αυτό που λέτε είναι κάτι που με ευχαριστεί. Το ότι αυτές τις ταινίες τις βλέπουν πλέον μια σειρά νέων θεατών, που δεν έχει καμία επαφή με τους θεατές εκείνης της εποχής ή με την ίδια την εποχή που γυρίστηκαν και ευχαριστιούνται να τις βλέπουν. Και για το Άντε γεια ισχύει αυτό. Ίσως επειδή πατάνε στην κοινωνική πραγματικότητα της ζωής μας και της ίδιας της πόλης της Αθήνας. Ίσως γιατί ο έρωτας έχει κάποια σημασία ακόμη για την κοινωνία μας. Για πράματα που ελπίζω ότι συνεχίζουν να συμβαίνουν. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι ελπίζω πως συνεχίζουν οι άνθρωποι να ονειρεύονται, να ερωτεύονται, να αναζητούν ένα ταίρι, να ψάχνουν να βρουν μια δουλειά, να προκόψουν, να ζουν. Σίγουρα όχι με την ίδια ελευθερία που υπήρχε τότε (που γυρίστηκαν αυτές οι ταινίες) και ήταν σαφώς μεγαλύτερη σε σχέση με αυτό που βιώνουμε τώρα εξαιτίας αυτού του μεγάλου διεθνούς στριμώγματος και της οικονομικής κρίσης. Τόσο στρίμωγμα δεν βοηθάει σε καμία έκρηξη δημιουργικότητας αλλά μάλλον στο αντίθετο.   

Ο νεαρός πρωταγωνιστής του Άντε Γεια είναι συμβολικά ένας ιδανικός χαρακτήρας για την εποχή που γυρίσατε την ταινία (1990). Θέλω να πω πως εκπροσωπεί απόλυτα αυτή την αίσθηση που υπήρχε τότε «Εγώ θέλω να τη βολέψω, να πετύχω». Έστω και με αθέμιτο τρόπο.
Δεν μπορώ να τον κρίνω για αυτό, δεν τον κατακρίνω. Ποιος ήταν ο αθέμιτος τρόπος; Αισθάνομαι προσωπικά ότι ως άνθρωπος δεν φοβόταν την εργασία. Έβαλε την αγάπη του σε αυτό που έκανε. Είχε τα όνειρα του, δεν του βγήκαν και προχώρησε σε αυτό που έκανε. Ήθελε να γίνει τραγουδιστής αλλά έγινε χασάπης και τελικά πρόκοψε σε αυτό. Έτσι πήρε την αγάπη του αφεντικού του. Έβαλε το δικό του λιθαράκι σε αυτό που έκανε. Προσωπικά πιστεύω πως η δουλειά δεν είναι υποχρέωση αλλά δικαίωμα. Ξέρετε στα δικά μας τα χρόνια η λέξη προκοπή ήταν πολύ σημαντική. Μας ρωτούσαν οι παλιοί τότε «Έχεις σκοπό να προκόψεις παιδάκι μου;». Το ίδιο λίγο πολύ ισχύει σαν αίσθηση και στον Ξαφνικό Έρωτα. Η νεαρή παντρεμένη γυναίκα της ιστορίας έχει μια ζωή που έχει περιέλθει σε τέλμα και τολμάει να κάνει τα όνειρά της, ερωτεύεται και μετά προχωράει. Δεν είχε δικαίωμα να ερωτευτεί, να ονειρευτεί ότι μπορεί να το κάνει; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βέβαια μπλέκει και το απόλυτα προσωπικό, το ερωτικό. Όταν συμπλέκονται όλα αυτά δημιουργείται το περιβάλλον για προσδοκίες, παρεξηγήσεις, τσακωμούς και εν τέλει απογοητεύσεις και συμβιβασμούς. Όντως. Ή ακόμα και για μη συμβιβασμούς. Στο Άντε Γειά σωστά λέτε ότι υπάρχει το στοιχείο του συμβιβασμού. Στον Ξαφνικό Έρωτα όμως δεν ισχύει αυτό. 

Προχωρώντας, στην Πίσω Πόρτα δουλέψατε κάπως διαφορετικά αφού η ταινία είχε σαν πηγή έμπνευσης κάποιες προσωπικές ιστορίες σας…
Και κάποιων άλλων δικών μου ανθρώπων της γενιάς μου που συνδέθηκαν όλες μαζί σεναριακά από έναν άνθρωπο της νεότερης γενιάς, τον Ντένη Ηλιάδη. Και εγώ το συνδύασα με δικές μου, προσωπικές ιστορίες. Και αυτό το μείγμα έγινε πρώτα σενάριο και μετά ταινία. Ο νεαρός πρωταγωνιστής της Πίσω Πόρτας, όπως και οι φίλοι του δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα αλλά αποτελούν σύνθετες επί μέρους κατασκευές πολλών διαφορετικών στοιχείων από ανθρώπους εκείνης της γενιάς που τους έζησα. 

Αισθάνομαι ότι συμβαδίζει με μια γενικότερη διάθεση νοσταλγίας που υπήρχε μέσα στη δεκαετία του ’90 (η ταινία γυρίστηκε το 2000) για εκείνη την εποχή των 60s όπως σε αρκετές ταινίες (Pepermint, Uranya, Τέλος Εποχής, κ.α.). 

Ειδικά για την Πίσω Πόρτα ο δικός μου ο σκοπός δεν ήταν σε καμία περίπτωση να δω τα γεγονότα που παρουσιάζει η ταινία με μια ματιά νοσταλγική. Εμένα με ενδιέφερε να δείξω πολλά άλλα πράματα όπως την σκληρότητα της εποχής, τη Χούντα, την ιστορία του υπηρετικού προσωπικού και την ιστορία γενικώς όλων όσων βρίσκονται γύρω από αυτή την βολεμένη αστική οικογένεια της ταινίας. 

Σας έχει περάσει ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσαν να είναι οι ήρωες των ταινιών σας στο σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης; 

Ομολογώ πως όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Έχω όμως σκεφτεί, όπως όλοι, κατά καιρούς, πως θα μπορούσα να κάνω μια ταινία που θα δείχνει πως είναι κάποιοι από αυτούς τους ήρωες 20 χρόνια μετά. Αλλά δεν έφτασα ποτέ σε αυτό το σημείο. 

Ένα στοιχείο που σίγουρα ξεχωρίζει στις ταινίες σας είναι η μουσική. Ειδικά στις δύο πρώτες τα τραγούδια που ακούγονται μέσα λειτουργούν αυτόνομα και με εξαιρετική διαχρονική επιτυχία μέχρι σήμερα. 
Μου αρέσει πολύ η μουσική σε αυτές τις ταινίες. Είναι πολύ διαφορετική σε κάθε μια από αυτές. Μου αρέσει τόσο η μουσική που έγραψαν οι συνθέτες αλλά και η μουσική που ακούγεται στο ραδιόφωνο της εποχής και συνοδεύει ηχητικά τις ταινίες. Αισθάνομαι την ανάγκη να μνημονεύσω ξεχωριστά κάθε μια από αυτές γιατί ειδικά ο Ξαφνικός Έρωτας και το Άντε Γεια (την μουσική και στις δύο την έγραψε ο Στ. Σπανουδάκης) γνώρισαν πράγματι και μια διαφορετική επιτυχία χάρη στα τραγούδια που ερμηνεύσαν σε αυτές τις ταινίες είτε η Βιτάλη είτε ο Πάριος. Ωστόσο ακόμα και στην Πίσω Πόρτα η μουσική που έγραψε ο Μάριος Στρόφαλης (μάλιστα υπάρχει και εκεί ένα τραγούδι αγαπημένο που ερμηνεύει ο Χ. Θηβαίος) αλλά και στον Εχθρό Μου η μουσική του Άκη Δαούτη με ενθουσιάζουν απόλυτα τόσο με τον τρόπο που δουλεύτηκαν όσο και πως λειτουργούν και πως μπήκαν μέσα στις ταινίες. 

Πως δουλέψατε με τους συνθέτες των ταινιών σας ; 

Όπως με όλους. Ξεκινάς από κάτι φλου και ελπίζεις πως θα βρεθεί μια άκρη συνεννόησης, περνώντας φυσικά από 40 κύματα. Προσωπικά μπαίνω πάντα σε μια τέτοια διαδικασία ψάχνοντας πράματα. Υπάρχει φυσικά μια καθοδήγηση σε όλο αυτό. Άλλωστε και αυτοί (οι συνθέτες) για σένα γράφουνε, θέλουν να ξέρουν ότι αυτό που γράφουνε είναι χρήσιμο και ξέρεις που θα το βάλεις μέσα στην ταινία. 

Θυμάστε πως γεννήθηκε το «Έλα Λίγο» με τη Βιτάλη (που ακούγεται στον Ξαφνικό Έρωτα) ; 

Μου είχε πει τα λόγια του ο Σταμάτης. Ήρθε κάποια στιγμή και έχοντας διαβάσει το σενάριο ήθελε να δει και κάποια πλάνα από την ταινία. «Δείξε μου κάτι», μου είπε. Αυτό πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα. Είχε στείλει κάποιες μελωδίες ήδη. Φυσικά δεν είχα τίποτα να δει. Τελειώνοντας τα γυρίσματα ήρθε πρώτος και μου ζητάει πάλι να δει την ταινία έστω και αμοντάριστη, ήθελε να δει εικόνες. Όταν του έδειξα το υλικό αμοντάριστο φοβόμουν ότι δεν θα καταλάβει τι γίνεται αλλά είχε διαβάσει το σενάριο και ήξερε πως αυτό που είδε να το βάλει σε μια σειρά. Και άρχισε να με ρωτάει μετά την προβολή «Γιατί έκανες αυτή την ταινία; Τι σημαίνει για σένα αυτός ο έρωτας;” και κάτσαμε και κάναμε για αρκετή ώρα μια πολύ εγκεφαλική συζήτηση περί έρωτος. 2-3 μέρες μετά ήρθε με ένα κατεβατό από στίχους που είχαν σαν θέμα την ιδέα της στιγμής. Το ίδιο συνέβη και στο Άντε Γειά. Από αυτούς τους στίχους που έφερε με ενθουσίασαν κάποια σημεία και του είπα να τα κρατήσει. Του είπα ότι αυτή η ιδέα που περιγράφουν (μιλάει για το Σήμερα-Η ζωή που περνάει και χάνεται που ερμηνεύει ο Γ. Πάριος και ακούγεται στο Άντε Γειά) είναι φοβερή. Αυτή η ιδέα ότι υπάρχει μια στιγμή που είναι πλήρης 100%, σαν κέρδος είναι τεράστιο. Να θέλεις να την παρατείνεις για μια ζωή είναι αφύσικο, δεν μπορεί να γίνει. Και χτίστηκαν τα λόγια πάνω σε αυτόν τον ενθουσιασμό που αφορά σε αυτόν τον στίχο. Το ίδιο έγινε και στον Ξαφνικό Έρωτα με τον στίχο «Έλα λίγο, μόνο για λίγο». Πάλι για το ίδιο θέμα, για τη μοναδική στιγμή, για ένα μοναδικό συναίσθημα που υπάρχει. Και ακολούθησε η ερμηνεία της Ε. Βιτάλη που το πήγε σαν τραγούδι πλέον σε άλλη διάσταση. 

Μια διαχρονική διάσταση που πλέον εκφράζει γενιές ανθρώπων. 

Ευτυχώς, αυτό ισχύει και για τα τρία τραγούδια. Ίσως γιατί μιλάει στις καρδιές των ανθρώπων. Αρκετοί άνθρωποι έχουν ερωτευτεί στη ζωή τους και αναπολούν εκείνο το μοναδικό κρεσέντο, την κορυφαία στιγμή ενός έρωτα, ενός τόσο μικρού χρονικού διαστήματος που κρατάμε μέσα μας. 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2019 στην Parallaximag


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ - ΝΕΑ ΖΩΗ 705 (ΤΟ ΣΑΟΥΝΤΡΑΚ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΕΡΘΕΙ ΠΟΤΕ)

ΟΙ 100 ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΝΙΚΑ

ΑΡΜΑΝΤ ΑΜΑΡ - Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ